- λιπόκεντρος
- λῐπό-κεντρος, ον,A leaving a sting,
μέλισσαι Lyr.Alex.Adesp.7.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέλισσαι Lyr.Alex.Adesp.7.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόκεντρος — λιπόκεντρος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιπόκεντρον είδος καρφιού αρχ. (για μέλισσα) αυτή που άφησε το κεντρί της σε πληγή, που δεν έχει πλέον κεντρί («λιπόκεντροι μέλισσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπ(ο) * + κέντρον «κεντρί»] … Dictionary of Greek
λιπόκεντροι — λιπόκεντρος leaving a sting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek